Ραΐς

Ραΐς
Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναφέρεται και με τα ονόματα Ηραΐς ή Ιεραΐς. Καταγόταν από την Αίγυπτο και ήταν κόρη κάποιου Πέτρου, ιερέα. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Τιμάται στις 5 Σεπτεμβρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ράις, Αιμίλιος — (Reisch, 1863 – 1933). Αυστριακός αρχαιολόγος. Αφού περιηγήθηκε την Ελλάδα και την Ιταλία και δημοσίευσε αρκετές αρχαιολογικές πραγματείες, το 1890 διορίστηκε καθηγητής της αρχαιολογίας στο Ίνσμπρουκ και στη συνέχεια, το 1898, καθηγητής της… …   Dictionary of Greek

  • Ράις, Γουλιέλμος — (Reiss, 1838 – 1908). Γερμανός γεωλόγος και περιηγητής. Ταξίδεψε για επιστημονικούς λόγους στη Σικελία, Νέα Πορτογαλία και τις Αζόρες. Από το 1866 έως το 1877, μαζί με τον Στίμπελ, μελέτησε τα ηφαίστεια στην Κολομβία, Ισημερινό, Περού και Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • Ράις, Έλμερ — (Rice, ψευδώνυμο του Elmer L. Reizenstein, Νέα Υόρκη 1892 – Σαουθάμπτον 1967). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και μυθιστοριογράφος. Αφιερώθηκε αποκλειστικά στο θέατρο το 1914, εγκαταλείποντας το επάγγελμα του δικηγόρου. Από τους… …   Dictionary of Greek

  • Ράις, Κάρολος-Βεγκέσλαος — (Rais, 1859 – 1926). Τσέχος συγγραφέας. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους διηγηματογράφους και μυθιστοριογράφους της πατρίδας του. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στην περιγραφή των ηθών και εθίμων των Τσέχων, έγραψε πατριωτικά και ιστορικά… …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • Κερλ, Ρόμπερτ — (Robert Curl Jr., Άλις, Τέξας 1933 –). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Ράις και έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο από το πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, όπου συμμετείχε στην προσπάθεια του καθηγητή Πίτζερ για την επέκταση… …   Dictionary of Greek

  • κατασύραις — κατασύ̱ραις , κατασύρω draw aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) κατασύ̱ραις , κατασύρω draw aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάραις — κατάρα curse fem dat pl (ionic) κατάρης rushing from above masc dat pl κατά̱ραις , καταίρω take down aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) κατά̱ραις , καταίρω take down aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύραις — μύ̱ραις , μύρω flow aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) μύ̱ραις , μύρω flow aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύραις — πορφύρα purple fish fem dat pl (ionic) πορφύ̱ραις , πορφύρω heaves aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) πορφύ̱ραις , πορφύρω heaves aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”